- ὑποχαροπός
- ὑποχᾰροπός, όν,A rather blue-eyed, X.Cyn.5.23 (v.l.), Dicaearch. Hist. 10, Ptol.Tetr.144; also [full] ὑποχάροψ, PTeb.816i 14 (ii B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υποχάροπος — ον, Α βλ. ὑποχαροπός … Dictionary of Greek
υποχαροπός — όν, και ὑποχάροπος, ον, αρσ. και θηλ. και ὑποχάροψ, Α ο λίγο γλαυκός, γαλανός («καὶ τὰ ὄμματα οἱ μὲν ὑποχαροποὶ οἱ δ ὑπόγλαυκοι», Ξεν.) [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + χαροπός / χάροψ «γλαυκός»] … Dictionary of Greek
ὑποχαροπόν — ὑποχαροπός rather blue eyed masc/fem acc sg ὑποχαροπός rather blue eyed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποχαροπούς — ὑποχαροπός rather blue eyed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)